από IKE » Δευτ Μάιος 09, 2005 10:34 pm
Παλιό ανέκδοτο σε ελεύθερη δικιά μου απόδοση, απο τα αγαπημένα μου:
Ητανε σε ενα λιβάδι ενα ζευγάρι, το άσπρο άλογο και η άσπρη φοράδα. Ζούσαν ευτηχισμένοι στον παράδεισό τους, είχαν τον έρωτά τους, άφθονο χορτάρι ήλιο κλπ.Η ζωή τους ήταν ενα όνειρο...
Μια μέρα όμως στην άλλη πλευρά του λιβαδειού εμφανίστηκε ενα μαύρο αρσενικό άλογο, στην αρχή δεν του έδωσαν σημασία, όσο πέρναγε ο καιρός όμως η φοράδα το γλοικοκοίταζε. Ηξερε πως αυτό που έννοιωθε ήταν λάθος, όμως μέσα της είχε φωλιάσει η επιθυμία για το άγνωστο, το απρόβλεπτο, το μυστηριώδες. Κάποια μέρα λοιπόν που οι ορμόνες της χτύπησαν tilt αποφάσισε να εγκαταλείψη τον ασπρο της σύντροφο και να πάει να βοσκήσει χορτάρι στην πλευρά του μαύρου αλόγου.
Το άσπρο άλογο απο καιρό είχε καταλάβει πως κάτι συνέβαινε αλλα μόλις έφυγε η φοράδα καταλαβε πως ήρθε το τέλος.
Τυφλωμένος μέσα στην απελπισία του, με την καρδιά του πληγομένη και κατακερματισμένη κατάλαβε πως η ζωή για αυτόν είναι μάταιη. Τα είχε όλα, ζούσε σε εναν παράδεισο με την αγάπη του και τώρα βρέθηκε στην άλλη μεριά του λιβαδιού να βλέπει το παράνομο ζευγάρι ανίκανος να αντιδράσει, ενα πράγμα του έμενε μόνο..
Χωρίς δευτερη σκέψη παίρνει φόρα και πηδάει απο τον γκρεμό στην άκρη του λιβαδιού, στα τελευταία δευτερόλεπτα της πτώσης του δεν έβγαλε άχνα, βυθίστηκε στην μοιραία λύτρωση που του προσέφεραν οι κοφτερές πέτρες..
Η φοράδα μόλις είδε απο μακριά το συμβάν πάγωσε, μια σφαλιάρα την ξύπνησε απο την νιρβάνα που ζούσε, συνειδητοποίησε τι είχε κάνει. Αμέσως συλλογίστηκε πόσο τραγική ήταν η μοίρα της, κατέστρεψε τον μοναδικό έρωτά της, την αγάπη τους, την ευτηχία τους και όλα αυτά για ένα πρόσκαιρο πάθος.
Δεν χρειάστηκε να το σκεφτεί περισσότερο απο λίγα λεπτά και οι όπλες της αποχωρίστηκαν το γνώριμο χορτάρι του λιβαδιού για να συναντήσουν το κενό του γκρεμού λίγο πρίν τον μακάβριο γδούπο.
Το μαύρο άλογο συντετριμένο παρακολουθούσε τους 2 εραστές να θυσιάζονται δίνοντας καθυστερημένα με τον θάνατό τους το φιλί της ζωής στην αγάπη τους, τι ειρωνία..
Η ζωή για αυτόν ήταν πλέον ανυπόφορη, το αίμα που έβαφε τις όπλες του ήταν δυσβάσταχτο φορτίο και τον λύγισε.
Ζητώντας μέσα του τη λύτρωση βρέθηκε να νοιώθει τελευταία φορά το αεράκι να του χαιδέυει τη χαίτη καθώς βούταγε στη χαράδρα.
Μονο μια φωνή απο τα βάθη του γκρεμού βρέθηκε να συντροφέυσει τον γδούπο απο το σώμα του που συνθλιβόταν στα βράχια, μια φωνή που έλεγε.....
ΠΟΙΟΣ μπιπ ΠΕΤΑΕΙ ΑΛΟΓΑ ?!